Κωστής Παλαμάς, Τρισεύγενη

Κωστής Παλαμάς, Τρισεύγενη, τυπογραφείο της «Εστίας», Αθήνα 1903.

 

Η δράση εκτυλίσσεται «σε μια χώρα της Ρούμελης, κοντά στη θάλασσα». Εκεί οι γυναίκες, μαζεμένες στη βρύση του χωριού ακούν φωνές από το σπίτι ενός συγχωριανού τους, του Δενδρογαλή. Η φασαρία γίνεται εξαιτίας της κόρης του, της Τρισεύγενης η οποία λείπει απ’ το σπίτι. Η Τρισεύγενη είναι η πιο όμορφη κοπέλα του χωριού: όλοι έχουν να λένε για την ομορφιά της (την παρομοιάζουν μάλιστα με νεράιδα) άλλα και για την ανεμελιά της. Ο Δενδρογαλής, υποψιάζεται ότι η κόρη του έχει συνάψει σχέση με έναν νεαρό, τον Πέτρο Φλώρη. Πρόκειται για τον γιο ενός ανθρώπου που βρισκότανε σε μεγάλη κόντρα με τον Δενδρογαλή και τώρα ο πατέρας της Τρισεύγενης φοβάται πως ο Πέτρος την ξεσηκώνει, για να τους εκδικηθεί. Ενώ ακούγονται φωνές από το σπίτι, η Τρισεύγενη πηγαίνει μαζί με τις άλλες γυναίκες στη βρύση και τις ξεσηκώνει να πάνε την επομένη να λειτουργηθούν στην Παναγία του Γερανού. Παράλληλα προσπαθεί να τις καλοπιάσει για να πουν ψέματα ότι και εκείνη βρισκόταν εξαρχής στη βρύση. Πράγματι, οι γυναίκες ενδίδουν στα καλοπιάσματά της και την καλύπτουν. Ωστόσο μετά από λίγο, η Τρισεύγενη αποκαλύπτει από μόνη της την αλήθεια στον πατέρα της λέγοντάς του, ότι ο Πέτρος Φλώρης την αγαπά και θα την παντρευτεί καθώς και ότι το βράδυ ήταν μαζί του. Την ίδια στιγμή σε ένα ξερονήσι βρίσκονται ο Πέτρος Φλώρης και ο φίλος του, Πάνος Τράτας και συζητούν. Ο Πέτρος Φλώρης διηγείται στο φίλο του την ιστορία του πατέρα του και του Δενδρογαλή που οδήγησε στην έχθρα των δύο ανδρών και του εξομολογείται τον έρωτά του για την κόρη του Δενδρογαλή, την Τρισεύγενη. Ο Πάνος Τράτας συμβουλεύει το φίλο του να ξεχάσει την εκδίκηση για το Δενδρογαλή και να παντρευτεί την Τρισεύγενη. Λίγο αργότερα καταφθάνει στο ξερονήσι η Τρισεύγενη και λέει στον Πέτρο Φλώρη ότι ομολόγησε στον πατέρα της τη σχέση τους. Τότε ο Πέτρος Φλώρης αποφασίζει να παντρευτεί την Τρισεύγενη με κουμπάρο τον Πάνο Τράτα, αλλά να μη την πάρει  μαζί του στο καράβι, να την αφήσει στο σπίτι του. Ο επικείμενος γάμος των δύο νέων ανακοινώνεται στο χωριό. Τέσσερις μήνες μετά, με αφορμή ένα πανηγύρι, αρχίζουν πάλι τα σχόλια για την Τρισεύγενη, η οποία χόρεψε μαζί με τον εχθρό του άντρα της, τον Κάραλη, προκαλώντας αρνητικά σχόλια. Επίσης γίνεται γνωστό, ότι η Τρισεύγενη έχει δανειστεί χρήματα από τον Κάραλη. Την επόμενη μέρα έρχεται ο Πάνος Τράτας να συνετίσει την γυναίκα του φίλου του, δείχνοντας το λάθος στη συμπεριφορά της, αλλά η συνάντηση καταλήγει σε σύγκρουση και η Τρισεύγενη τον διώχνει απ’το σπίτι. Τρεις  μήνες αργότερα, ο Πέτρος Φλώρης, έχοντας λάβει μια επιστολή του Πάνου Τράτα, σχετικά με τη συμπεριφορά της γυναίκας του, παράτησε το καράβι και γύρισε στο σπίτι. Η Τρισεύγενη αρνήθηκε την αλήθεια και ο Πέτρος Φλώρης αποφάσισε να φύγει από το σπίτι και να ξαναμπαρκάρει. Λίγο πριν φύγει, ακούγονται φωνές από το εσωτερικό του σπιτιού του: Η Τρισεύγενη πήρε δηλητήριο και σε λίγο θα είναι νεκρή. Ο Πέτρος Φλώρης δεν πτοείται και φεύγει. Ανάλογη αντίδραση έχει και ο πατέρας της Τρισεύγενης που δεν πηγαίνει στο προσκεφάλι της. Στην αυλή του σπιτιού του ζευγαριού έχουν μαζευτεί οι γείτονες, καθώς και ο Κώστας Μπουρνόβας, ο μοναδικός άνθρωπος, που θεωρεί δίκαιο το θάνατο της Τρισεύγενης, εξαιτίας της συμπεριφοράς της. Η διαφωνία κορυφώνεται στη μέση της αυλής όταν βγαίνει ο Πάνος Τράτας και παραδέχεται ότι αυτός ευθύνεται για τον επικείμενο θάνατο της Τρισεύγενης. Η Τρισεύγενη πεθαίνει, ενώ λίγο αργότερα καταφτάνουν στο σπίτι ο Πέτρος Φλώρης και ο Δενδρογαλής.

 


Το έργο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα και στη δράση παίρνουν μέρος δώδεκα πρόσωπα, από τα οποία τα έξι είναι γυναίκες. Διατρέχοντας το κείμενο εντοπίζει κανείς διάσπαρτα στοιχεία που παραπέμπουν στην παράδοση. Πρώτα απ’όλα, το έργο διαδραματίζεται σε βουκολικές τοποθεσίες  και περιλαμβάνει μια κεντρική σκηνή στη βρύση του χωριού, δημόσιο τόπο συνάντησης, όπου οι γυναίκες περιμένουν για να γεμίσουν τις στάμνες. Άλλες εικόνες που αποτυπώνουν παραδοσιακές σκηνές είναι στα σημεία που περιγράφεται το πανηγύρι του Μοναστηριού: στην πρώτη πράξη, όπου η Τρισεύγενη σκοπεύει να οργανώσει γλέντι στο Μοναστήρι, αλλά και στην τρίτη πράξη, όταν γίνεται λόγος για την Τρισεύγενη που σηκώθηκε και χόρεψε με τον εχθρό του άντρα της, τον Κάραλη. Επιπλέον, στο έργο γίνεται λόγος για διάφορους θρύλους και ιστορίες που παραπέμπουν σε νεράιδες και στοιχειά. Έτσι, στην πρώτη πράξη ο Νίκαρος διηγείται στην Ποθούλα την ιστορία της γοργόνας της βρύσης, που σύμφωνα με κάποιους, η μάνα της Τρισεύγενης αποτέλεσε την έμπνευση για τη δημιουργία της, ενώ στο τέλος της πρώτης πράξης ο Κώστας Μπουρνόβας διηγείται την ιστορία της Πανώριας που «έγινε και τραγούδι», όπως μας πληροφορεί ο Νίκαρος. Στην τέταρτη πράξη η Ποθούλα κάνει λόγο για τα άσχημα σημάδια και το κακό όνειρο, που μοιάζουν να προμηνύουν το θάνατο της Τρισεύγενης. Τέλος, η περιγραφή δύο γυναικών, της Τρισεύγενης και της Ποθούλας, γίνεται σε άμεση συνάρτηση με το υπερφυσικό στοιχείο. Συγκεκριμένα, η Ποθούλα περιγράφεται στην πρώτη πράξη από τις γειτόνισσες ως: «Σαββατογεννημένη, αλαφροΐσκιωτη, νεραϊδοχτυπημένη» που «πάντα σ’ένα όνειρον [είναι] ο νους της, κοιμάται δεν κοιμάται». Για την Τρισεύγενη μέσα στο έργο υπάρχουν πολλές περιγραφές, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ωστόσο αξίζει να επισημανθεί η πρώτη εικόνα που έχει ο αναγνώστης γι’αυτήν: «θηλυκό ή δαίμονας, όμορφη μέσα στις όμορφες» που σαν τη νεράιδα «μάγια ρίχνει του κόσμου» (πρώτη πράξη).

 

[Το έργο εντοπίστηκε ψηφιοποιημένο στον ιστότοπο publiclibs.ypepth.gr (10/11/2014)]

 

© ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, Α.Π.Θ.