Παύλος Νιρβάνας, Μαρία Πενταγιώτισσα

Παύλος Νιρβάνας, «Μαρία Πενταγιώτισσα», σε συνέχειες στη Νέα Ζωή Αλεξάνδρειας, αρ. 54, Μάρτιος 1909, σ. 163-172, αρ. 55, Απρίλιος 1909, σ. 216-224, αρ. 56, Μάιος 1909, σ. 255-263.

 

Η Μαρία Πενταγιώτισσα γίνεται το μήλον της έριδος για όλους τους άντρες του χωριού, παντρεμένους και ανύπαντρους εξαιτίας της απαράμιλλης ομορφιάς και χάρης. Ο αισθησιασμός που επιδεικνύει και η άρνησή της να συμμορφωθεί με τους κανόνες ηθικής του τόπου γίνεται αιτία όχι μόνο για τη ζήλια των υπόλοιπων γυναικών, αλλά και για τις διαμάχες και το θάνατο αντρών που «σφάζονται στην ποδιά της». Η Μαρία, έξαλλη για τον πόλεμο που δέχεται αποφασίζει πως δεν τη χωράει πια το σπίτι και φεύγει και χάνεται προς τους κάμπους. Ο Σπανοβαγγέλης, μαζί με τη μητέρα του Γριά – Καλή, ο Θανάσης καθώς και ο Ποθητός ψάχνουν στον κάμπο τη Μαρία. Στο δρόμο η Γριά – Καλή συναντάει κάποιους χωρικούς, οι οποίοι μιλάνε για μια νεράιδα που κρύβεται μέσα στα δέντρα και λούζεται στο ποτάμι γυμνή, βάζοντας την Γριά σε υποψίες πως αυτή η νεράιδα δεν είναι άλλη από τη Μαρία. Ο Ποθητός, ο μόνος άντρας που κατάφερε να κερδίσει την καρδιά της Μαρίας, τη συναντά στον κάμπο, όπου του αποκαλύπτει τον έρωτά της. Η Μαρία αποδέχεται τους όρους του Ποθητού που την θέλουν πιο σεμνή απέναντι στους άλλους άντρες, αλλά επειδή φοβάται για τη ζωή του, τον παροτρύνει να φύγει. Το ζευγάρι δίνει ραντεβού κρυφά στο σπίτι της Μαρίας, αργά το βράδυ. Ο Ποθητός όμως, στο δρόμο συναντά τον αντίζηλό του Θανάση, έναν παντρεμένο άντρα ερωτευμένο με την Μαρία και τον σκοτώνει. Η δολοφονία του Θανάση, ξεσηκώνει εναντίον του Ποθητού και της Μαρίας, το μένος όλου του χωριού. Οι οργισμένοι κάτοικοι, καθοδηγούμενοι από την ξορκίστρα Γριά Καλή και το γιο της Σπανοβαγγέλη, κατευθύνονται στο σπίτι της Μαρίας όπου βρίσκεται το ζευγάρι, σκοτώνουν τον Ποθητό και βάζουν φωτιά στο σπίτι. Η Μαρία, η οποία «εξημερώθηκε» για χάρη του Ποθητού, αυτοκτονεί με δηλητήριο δίπλα του και ζητά να διαλαλήσουν πως η Μαρία Πενταγιώτισσα στεφανώθηκε με τον καλό της.

 

* * *


Το δράμα αποτελείται από τρία μέρη και είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα. Η δράση του εκτυλίσσεται σύμφωνα με τον συγγραφέα σε ένα ορεινό χωριό. Εξαιρετικά λεπτομερής είναι ο τρόπος με τον οποίο δίνονται οι πληροφορίες για το βουκολικό σκηνικό χώρο. Συγκεκριμένα στο πρώτο μέρος η σκηνική οδηγία αναφέρει «αμπέλια και στο βάθος γαλάζια βουνά. Δεξιά ένα αμπελοκάλυβο, με μια κληματαριά μπροστά. Ώριμα σταφύλια κρέμονται από την κληματαριά. Μπροστά στο αμπελοκάλυβο δύο ξυλένιοι μπάγκοι. Φράχτης χωρίζει ταμπέλια απ’ τη σκηνή. Μπροστά στο φράχτη μερικά κοφίνια αδειανά κ’ ένα κούτσουρο από μεγάλο κορμό δέντρου, που χρησιμεύει για κάθισμα. Αριστερά φουντωτά πλατάνα απλόνουν τον ήσκιο τους στη σκηνή. Ακούεται το τραγούδι του τζίτζικα. Ο ήλιος πάει να βασιλέψη». Στο δεύτερο μέρος, «Ρεματιά ησκιωμένη με ψηλά πλατάνια και λεύκες. Χαμηλά φουντώνουν σχίνα λυγαριές κι’ αγράμπελες. Δεξιά καλαμιώνας. Πέτρες ψηλές εδώ κ’ εκεί σκεπασμένες με βρύο. Στο βάθος γαλάζιες βουνοκορφές. Απόγευμα. Ο Ήλιος είναι ψηλά ακόμα». Και στο τρίτο μέρος, «χωριάτικο σπίτι, καλά συγυρισμένο και παστρικό. Από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει το φως το φεγγαριού». Αξιοπρόσεκτος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας δημιουργεί γύρω από το πρόσωπο της Μαρίας Πενταγιώτισσας ένα μυστήριο, πλάθοντας μια ύπαρξη εξωτική. Γεννήθηκε μια νύχτα με βροχές και θύελλες και προκάλεσε αμέσως απορία σε όσους την πρωτοείδαν, γιατί το βρέφος ήταν παράξενο: «Σα γατί, σα μαύρο σηκότι, σα λαγός μαδημένος.» (σ. 164). Αλλά μεγάλωσε και «έλαμψε η ωμορφιά της σαν τον Ήλιο» (σ. 164). Και ντύνεται παράξενα «τυλίγεται με μπόλιες και μεταξωτά μαντύλια και σκορπάει τα μαλλιά της σαν την τρελλή» (σ. 165). Η συμπεριφορά της και οι απόψεις κατά του γάμου, ξεσηκώνουν την κοινή γνώμη. Στο δεύτερο μέρος, οι περιγραφές της Μαρίας, η οποία έχει απομονωθεί στο βουνό και απολαμβάνει την άγρια φύση σχεδόν με έναν πρωτόγονο τρόπο είναι πραγματικά αισθησιακές: «κ’ ήθελε να με συνεπάρη το ρέμα. Μ’ έγλυφε και με φιλούσε. Να! Ως τα στήθια μου, ως το λαιμό μου. Μούπλεκε άσπρες τραχηλιές, νταντέλες στο λαιμό μου. Μούβαζε λευκά κρινάκια στα μαλλιά μου. Και με φιλούσε μες στα χείλια. Στην αγκαλιά του γύρευε το ρέμα να με πάρη. Κ’ εγώ κρατιόμουνα στις καλαμιές απάνω. Πως γλυστρούσανε και πως με γαργαλούσαν. Αχ!». Ο Νιρβάνας επιλέγει να ολοκληρώσει το δράμα του αποκαλύπτοντας μας την άγρια πλευρά της μικρής κοινωνίας του χωριού. Αυτήν που παίρνει στα χέρια της τους νόμους για να τιμωρήσει αυτούς που παραβιάζουν τους άγραφους ηθικούς κώδικες.

 

[Το έργο εντοπίστηκε ψηφιοποιημένο στον ιστότοπο http://kosmopolis.lis.upatras.gr (1/12/2014)]

 

© ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, Α.Π.Θ.